- μην
- Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και νομοθέτης.
* * *(I)(ΑΜ μήν)(αρνητικό μόριο) βλ. μη.————————(II)μήν και δωρ., αιολ. και αρχ. επικ. τ. μάν (Α)(μόριο)1. (προς ενίσχυση διαβεβαιώσεων και διαμαρτυριών) πράγματι, στ' αλήθεια2. (με εναντιωματική δύναμη, ιδίως κατόπιν αρνήσεως, οπότε και ισοδυναμεί με το μέντοι) όμως, εν τούτοις, αλλά όμως3. φρ. α) «ἦ μήν» ή «ἦ (δὴ) μάν» ή «ὡς μήν» — αληθέστατα, βεβαιότατα («ἦ μὴν καὶ πόνος ἐστί», Ομ. Ιλ.)β) «καὶ μήν» ή «καὶ δὴ μάν»i) (συνήθως εισάγει κάτι καινούργιο ή κάτι άξιο ιδιαίτερης προσοχής) και μάλιστα, και βέβαια, επί πλέον, ακόμη («καὶ μὴν Τάνταλον εἰσεῑδον», Ομ. Οδ.)ii) (στους δραματικούς ποιητές χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι ένα πρόσωπο εμφανίζεται στη σκηνή) ιδού, να και («καὶ μὴν ἄναξ ὅδ' αὐτός», Αισχύλ.)iii) (σε απαντήσεις) δηλώνει συγκατάθεση, αποδοχή («καὶ μὴν ἐφίημι» — καλά λοιπόν επιτρέπω, αφήνω)γ) «ἀλλὰ μήν» ή «ὅμως μήν» — αλλά αλήθεια, αλλά πράγματι («ἀλλὰ μὴν τοῡτο γε καλεῑται», Πλάτ.)δ) «ναὶ μήν» — πάνω από καθετί άλλοε) «οὐ μήν» ή «οὐ μάν» ή «μὴ μάν» ή «μὴ μήν» — όχι βέβαια, αλήθεια όχιστ) «τί μήν;» — φυσικά, βεβαίωςζ) «τί μὴν οὐ;» — λοιπόν γιατί όχι;η) «πῶς μήν;» — και πώς όχι; θ) «τίνος μὴν ἕνεκα;» — ε, λοιπόν, γιατί; ι) «ποῡ μήν;»(προς έκφραση θαυμασμού) πού λοιπόν;ια) «ἄγε μήν» — εμπρός λοιπόνιβ) «οὐ μὴν ἀλλά» — αλλά όμωςιγ) «οὐ μὴν ἀλλὰ καί» — όχι μόνο αλλά και.[ΕΤΥΜΟΛ. Το βεβαιωτικό μόριο μήν, μάν ανάγεται στο ΙΕ βεβαιωτικό μόριο *smā- «πράγματι, βέβαια» και συνδέεται με το μά (Ι)*, καθώς και με αρχ. ινδ. smā «βεβαιότατα» και με χεττιτ. εγκλιτικό μόριο -ma «όμως». Το μόριο μεν, εξάλλου, αποτελεί εξασθενωμένη μορφή τού μήν που έχει προέλθει προφανώς από βράχυνση τού -η- (πρβλ. δὲ και δή) για την εξυπηρέτηση τών μετρικών αναγκών τού έπους και η χρήση του από την επική ποίηση και την ιωνική πεζογραφία επεκτάθηκε στην αττική και στις υπόλοιπες διαλέκτους].————————(III)μήν, ὁ (ΑΜ)βλ. μήνας.
Dictionary of Greek. 2013.